λαμπάδαρχος

λαμπάδαρχος
λαμπάδ-αρχος, , der Aufseher über den Fackellauf (s. λαμπάς) in Athen, eine Liturgie

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμπάδαρχος — λαμπάδαρχος, ὁ (Α) βλ. λαμπαδάρχης …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδάρχης — και λαμπάδαρχος, ό, θηλ. λαμπαδάρχισσα (Α) αυτός που είχε το αξίωμα τής λαμπαδαρχίας, επόπτης και χορηγός λαμπαδηδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + άρχης* / αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδαρχία — λαμπαδαρχία, ἡ (Α) (στην Αθήνα) το λειτούργημα τού λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῑν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος] …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδαρχώ — λαμπαδαρχῶ, έω (Α) ενεργώ ως λαμπαδάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”